- επικαταθύω
- ἐπικαταθύω (Μ)1. θυσιάζω επί πλέον2. σκοτώνω επίσης («ἐπικατέθυσε δ’ αὐτῇ καὶ τὴν ὁμοζυγοῡσαν» — σκότωσε επίσης μαζί μ’ αυτήν και τη σύζυγό του, Κ. Μανασα).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα-θύω «θυσιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.